- συλλειτουργία
- η, Ν(λειτ.) πανηγυρική τέλεση τής Θείας Λειτουργίας από πολλούς κληρικούς μαζί και πάνω στην ίδια Αγία Τράπεζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλειτουργώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλειτούργησις — ήσεως, ή Μ [συλλειτουργῶ] η συλλειτουργία … Dictionary of Greek